οινεύομαι

οινεύομαι
οἰνεύομαι (Α) [οίνος]
πίνω κρασί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • ԳԻՆԵՆԱՄ — (եցայ.) NBH 1 0553 Chronological Sequence: Unknown date չ. οἱνεύομαι vino obruor, vinosus sum Իսպառ արբենալ, եւ որպէս թէ ʼի գինի փոխել. գինիի մէջ թաթախուիլ, գինի կտրիլ. *Ոմանք յանմտացն առ ʼի հինգ աւուրս պահոց գինենան. Ճ. ՟Գ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”